30 Σεπ 2016

Η Μεγάλη Σύνοδος…


Η ονομαζόμενη «Αγία και Μεγάλη Σύνοδος» της Ορθοδοξίας συνεκλήθη και συνεδρίασε στην Κρήτη την εβδομάδα της Πεντηκοστής (18-26 Ιουνίου 2016). Δύο μήνες μετά, κρίνοντας με νηφαλιότητα το όλο εγχείρημα, μπορούμε να καταλήξουμε στις εξής παρατηρήσεις για την αμφιλεγόμενη «Σύνοδο»:
1. ΗΤΑΝ ΣΥΝΟΔΟΣ;
Ένα πρώτο ερώτημα αφορά στην ι­δια τη φύση της Συνόδου: Ήταν πράγματι Σύνοδος; Το ερώτημα είναι καίριο. Διότι κατά τη σύγκλησή της και τις εργασίες της, με την καθιέρωση να ψηφίζουν μόνο οι Προκαθήμενοι καταλύθηκε ουσιαστικά η έννοια της συνοδικότητας. Ήταν περισσότερο, όπως παρετήρησε ο Επίσκοπος της επισκοπής Μπάτσκας του Πατριαρχείου της Σερβίας Ειρηναίος (Μπούλοβιτς), μια «Σύναξις Προκαθημένων», η οποία μάλιστα «ενεργεί εμπράκτως ως συλλογικός τις πάπας». Την προβληματικότητα την αναγνώρισαν και ένθερμοι υποστηρικτές της «Συνόδου». Έτσι ο Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας στην ομιλία του κατά την εναρκτήρια συνεδρίαση της «Συνόδου», απαντώντας στους επικριτές της, είπε ότι αυτή αποτελεί «ιδιαιτερότητα... δεν είναι ένα ακριβές αντίγραφο των Οικουμενικών Συνόδων... είναι κάτι ιδιαίτερο».
Πιο ξεκάθαρα ο καθηγητής της Θεολογικής Σχολής Θεσσαλονίκης κ. Χρυσόστομος Σταμούλης, αναφερόμενος στις καινοτομίες της, τη λεγόμενη «αρχή της ομοφωνίας» και την καθιέρωση της «μίας ψήφου ανά Εκκλησία», είπε πριν τη σύγκλησή της τα εξής: «Όντως, η συγκεκριμένη διαδικασία είναι αμάρτυρη εντός της ιστορίας της Εκκλησίας. Όντως φαίνεται να αγνοείται το ιστορικό κεκτημένο που θέλει τον κάθε επίσκοπο να έχει μία ψήφο. Όντως φαίνεται να αντικαθίσταται ο επίσκοπος από τον πρώτο και να υποχωρεί η ιδιαιτερότητα του προσώπου για χάρη του καθόλου της Τοπικής Εκκλησίας. Να χάνεται στ᾿ αλήθεια ‘‘η ενότητα εν τη ποικιλία’’. Η, ακόμη πιο σκληρά, η υιοθέτηση της μίας ψήφου να αποτελεί τον "θρίαμβο του ατομοκεντρικού τύπου των ‘‘συμβάσεων’’". Και δεν χωράει καμία αμφιβολία πως σε ο­λα τα παραπάνω θα μπορούσαμε να προσθέσουμε και άλλα. Να πούμε για παράδειγμα ότι με την αποδοχή της ομοφωνίας, αλλά και της μίας ψήφου ητ­τάται η Εκκλησιολογία της συνοδικότητας, βιάζεται η παράδοση της Εκκλησίας και περιθωριοποιείται η ίδια η ζωή».
Ο κ. Σταμούλης όμως σωστά επισημαίνει και ένα ακόμη σημείο εξίσου προβληματικό: Το ότι η «Σύνοδος», έτσι όπως προετοιμάστηκε, ήταν αποκομμένη από τον λαό. Είπε: «Εάν διαπιστώνεται, λοιπόν, ένα έλλειμμα, αυτό βρίσκεται στην ενημέρωση της βάσης, στην ενημέρωση των λαικών, αλλά και των κληρικών, τόσο των δύο πρώτων βαθμίδων, όσο και των επισκόπων των τοπικών Εκκλησιών. Φαίνεται έτσι να λησμονείται η να παραθεωρείται πως ‘‘η Σύνοδος δεν συνέρχεται για τον εαυτό της· συνέρχεται για όλο τον λαό του Θεού, για όλο τον κόσμο’’, καθώς "“είναι εκ του σώματος”, “εν τω σώματι”, “διά το σώμα”". Ως εκ τούτου, οι ενστάσεις οι οποίες και εδώ διατυπώθηκαν από μέλη της Ορθόδοξης Εκκλησίας δεν είναι χωρίς έρεισμα». [Βλ. Χρυσόστομου Σταμούλη, «Η λειτουργία της ομοφωνίας και η ποιητική της ενότητας». Εισήγηση στο Συνέδριο «Προς την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο» (3-5 Δεκεμβρίου 2015)].
Αν λοιπόν η «Σύνοδος» είναι αποκομμένη από το σώμα της Εκκλησίας, αν αποτελεί απλή σύμβαση ατομοκεντρικού τύπου, αν καταστρέφει την Εκκλησιολογία της συνοδικότητας, αν βιάζει την παράδοση της Εκκλησίας και περιθωριοποιεί τη ζωή, μπορούμε να τη θεωρούμε πραγματική Σύνοδο;
2. ΗΤΑΝ ΜΕΓΑΛΗ;
Ας έρθουμε σε ένα άλλο ερώτημα. Η «Σύνοδος» ονομάστηκε Μεγάλη. Η­ταν όμως; Βέβαια έτσι συγκλήθηκε, αλλά δεν κατάφερε να γίνει πραγματικά Μεγάλη, διότι κατ᾿ αυτήν η Ορθοδοξία εμφανίστηκε διχασμένη. Ο διχασμός έγινε φανερός πρωτίστως κατά τη συγ­κλησή της, οπότε τέσσερις από τις δεκατέσσερις Εκκλησίες αρνήθηκαν να μετάσχουν. Έγινε όμως φανερός και κατά τις συνεδριάσεις της, όπου και σε άλλα, κυρίως όμως στο σημαντικότερο θέμα της, αυτό της σχέσεως της Ορθοδοξίας με τον υπόλοιπο Χριστιανικό κόσμο, εκδηλώθηκαν έντονες αντιδράσεις και πολλοί επίσκοποι αρνήθηκαν να υπογράψουν το τελικό κείμενο.
Η αδυναμία της Συνόδου να παρουσιάσει ενωμένη την Ορθοδοξία ερμηνεύεται από πολλούς ότι προέρχεται από τα εις βάρος του Οικουμενικού Πατριαρχείου εξυφαινόμενα σχέδια επεκτάσεως της εξουσίας της Ρωσικής Εκκλησίας, που κατατρύχεται, ως γνωστό, από το αντιπαραδοσιακό σύνδρομο της «Τρίτης Ρώμης», όπως αρέσκεται να αυτοαποκαλείται.
Ακόμη όμως κι αν γίνει δεκτό ότι σκοπιμότητες γεωπολιτικών παιχνιδιών εξουσίας ώθησαν τις τέσσερις Εκκλησίες να απόσχουν – κάτι που οι ίδιες αρνούνται κατηγορηματικά –, αυτή η απουσία στερεί από τη «Σύνοδο» την προσωνυμία «Μεγάλη» και τον πανορθόδοξο χαρακτήρα. Μάλιστα πολύ περισσότερο που οι απούσες Εκκλησίες ποιμαίνουν πάνω από το μισό Ορθόδοξο ποίμνιο της γης. Τους πραγματικούς βέβαια λόγους της απουσίας των τεσσάρων Εκκλησιών τους γνωρίζει και θα τους κρίνει ο Θεός. Θεολογικώς όμως οφείλουμε κάτω από τα επιφαινόμενα να δούμε την αλήθεια.
Και εν προκειμένω η απλή αλήθεια είναι ότι η «Σύνοδος» δεν είχε πανορθόδοξο χαρακτήρα, κι αυτό καθιστά τις όποιες αποφάσεις της περιορισμένης εμβέλειας και σημασίας.
3. ΗΤΑΝ ΟΡΘΟΔΟΞΗ;
Το σημαντικότερο βέβαια ερώτημα είναι το αν η «Σύνοδος» ήταν Ορθόδοξη. Καίριο πράγματι ερώτημα, δεδομένου ότι κεντρικότατη επιδίωξη σ᾿ αυτή τη «Σύνοδο» υπήρξε η προσπάθεια κάποιων να περιορίσουν την αυτοσυνειδησία της Ορθοδοξίας ως της Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας. Ο περιορισμός αυτός θα γινόταν με την έγκριση της προτάσεως να αναγνωριστούν ως Εκκλησίες οι ετερόδοξες Χριστιανικές ομολογίες, δηλαδή οι μονοφυσιτίζουσες ομάδες της Ανατολής και οι αιρετικές εκτροπές της Δύσεως: ο Παπισμός και ο Προτεσταν­τισμός.
Η αναγνώριση απορρίφθηκε, χάρη κυ­­ρίως στη σθεναρή αντίσταση της Εκ­κλησίας της Ελλάδος. Η τελική απόφαση με τροπολογία της Εκκλησίας της Ελ­λάδος, προιόν συμβιβασμού των αν­τίθετων αντιλήψεων, δεν δέχεται υ­παρξη άλλων Εκκλησιών, αλλά μόνο «α­ποδέχεται την ιστορικήν ονομασίαν των μη ευρισκομένων εν κοινωνία μετ’ αυτής άλλων ετεροδόξων χριστιανικών Εκκλησιών και Ομολογιών».
Ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Α­θηνών κ. Ιερώνυμος, παρουσιάζοντας τη συμβιβαστική πρόταση δήλωσε τα εξής: «Με την τροπολογία αυτή πετυχαίνουμε μία Συνοδική απόφαση, που για πρώτη φορά στην ιστορία περιορίζει το ιστορικό πλαίσιο των σχέσεων προς τους ετεροδόξους όχι στην ύπαρξη, αλλά μόνο στην ιστορική ονομασία αυτών ως ετεροδόξων χριστιανικών Εκ­­κλησιών η Ομολογιών. Οι εκκλησιολογικές συνέπειες της αλλαγής αυτής είναι αυτονόητες. Όχι μόνο δεν επηρεάζουν αρνητικώς με οποιονδήποτε τρο­πο τη μακραίωνη Ορθόδοξη παράδοση, αλλ’ αντιθέτως προστατεύεται με πολύ σαφή τρόπο η Ορθόδοξη Εκ­κλη­σιολογία».
Αν και από πολλούς θεωρείται απαράδεκτη ακόμη και η συμβιβαστική αυτή απόφαση, εντούτοις παραμένει αναμφίβολο ότι η σκληρή οικουμενιστική πρόθεση να αναγνωριστούν οι ετερόδοξες ομάδες ως εκκλησίες αποφεύχθηκε.Βέβαια το όλο κείμενο για τη σχέση της Ορθοδοξίας με τον υπόλοιπο Χριστιανικό κόσμο στις επόμενες παραγράφους του είναι ορθοδόξως απαράδεκτο. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα της εκτροπής του είναι το ότι για τους διεξαγόμενους διαλόγους προβλέπει ότι «εν περιπτώσει αδυναμίας υπερβάσεως συγκεκριμένης τινός θεολογικής διαφοράς, ο θεολογικός διάλογος δύναται να συνεχίζηται».
Έχουμε και άλλοτε τονίσει ότι αυτό είναι άκρως επικίνδυνο, διότι οδηγεί σε ατέλειωτο διάλογο και συνεπώς σε ένωση στην πράξη, όπως καθόριζε η τακτική του Πατριάρχου Αθηναγόρα, ο οποίος έλεγε: «να κλείσουμε τους θεο­λόγους σε ένα νησί για να συζητούν συνεχώς και εμείς να ενωθούμε με την αγάπη».
Το κείμενο αναμειγνύει την Ορθόδοξη αλήθεια με οικουμενιστικές αντιλήψεις και εγκωμιαστικές αναφορές στη λεγόμενη «οικουμενική κίνηση» και το «Παγ­κόσμιο Συμβούλιο των Εκκλησιών». «Είναι άμικτον μείγμα των καθαρώς Ορθοδόξων θέσεων και των ‘‘οικουμενικού’’ ήθους και ύφους ωραιολογιών» και «είναι η πρώτη και κυρία αιτία της αρνήσεως των τεσσάρων Ορθοδόξων Πατριαρχείων να συμμετάσχουν εις την Σύνοδον» (Επίσκοπος Μπάτσκας Ειρηναίος). Τα ίδια τόνισε σε σχετική κριτική του ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Ναυπάκτου κ. Ιερόθεος: «Το όλο κείμενο είναι ελλειμματικό και αντιφατικό ως προς την Εκκλησιολογία του, γιατί δεν προσδιορίζει ποιος μετέχει και ποιος δεν μετέχει στην Εκκλησία, τι είναι εκείνοι που απεκόπησαν από τη Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, και ποια είναι τα όρια μεταξύ Ορθοδόξου Εκκλησίας και αιρέσεως». Γι᾿ αυτό τον λόγο ο ίδιος αρνήθηκε να το υπογράψει. 
Το διάτρητο θεολογικώς αυτό κείμενο και άλλοι πολλοί επίσκοποι αρνήθηκαν να το υπογράψουν, με αποτέλεσμα να οδηγηθούμε στο υποτιμητικό του επισκοπικού κύρους ατόπημα να υπογράφουν α.α. (αντ᾿ αυτών) οι Προκαθήμενοι των Εκκλησιών τους, ενώ οι επίσκοποι αυτοί ήταν παρόντες και ηρνούντο να υπογράψουν. Αυτή ήταν μια από τις πιο θλιβερές στιγμές της «Συνόδου».
Είναι ολοφάνερο ότι σε όλο το φάσμα της προετοιμασίας και των εργασιών της «Συνόδου» επικράτησε απίστευτη σύγχυση. Δεν είναι αυτή η σύγχυση ένδειξη απουσίας του Παρακλήτου Πνεύματος;
4. Η ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΤΙΚΗ ΑΠΟΤΥΧΙΑ
Από την όλη αυτή ιστορία προήλθε και μια επιτυχία: Η αποτυχία πανορθόδοξης επιβολής της οικουμενιστικής τακτικής στην Ορθόδοξη Εκκλησία.Πριν τη «Σύνοδο», εκείνο που αποτελούσε καίρια επιδίωξη πολλών ήταν αυτή η επιβολή. Οι οικουμενιστές λογάριαζαν πως θα πετύχαιναν να επιβάλουν στην Ορθοδοξία την Αθηναγόρεια εκτροπή με πανορθόδοξη συνοδική απόφαση. Το είχαν βέβαιο και μάλιστα απειλούσαν με αποβολή από το σώμα της Εκκλησίας τους αντιτιθέμενους σ᾿ αυτό πιστούς (Βλ. π.χ. άρθρο του καθηγητού Πέτρου Βασιλειάδη στο «ΑΜΕΝ» με τον τίτλο: «Η διακονία του Οικουμενικού Πατριάρχη στην Ορθόδοξη Εκκλησία»).
Όμως η απόφαση των τεσσάρων Εκ­κλησιών να μη μετάσχουν στη «Σύνοδο», η αντίσταση της Εκκλησίας της Ελλάδος και η άρνηση τόσων επισκόπων να υπογράψουν το απαράδεκτο άρθρο 6 κλόνισαν το οικοδόμημα του Οικουμενισμού και ματαίωσαν την επιχείρηση πανορθόδοξης επιβολής του στην Εκκλησία.Η δεινή αυτή ήττα του Οικουμενισμού είναι το μεγαλύτερο κέρδος που, αν και αθέλητα, άφησε πίσω της η «Σύνοδος».
5. ΑΝ ΗΤΑΝ ΣΥΝΟΔΟΣ
Αν ήταν Σύνοδος πραγματικά Ορθόδοξη, θα είχε αναπαύσει τις συνειδήσεις των πιστών. Άλλα περιμέναμε οι πιστοί από τη «Μεγάλη Σύνοδο». Περιμέναμε να ομολογήσει με κρυστάλλινη διαύγεια την Ορθόδοξη αλήθεια. Χωρίς μισόλογα, αμφιλεγόμενες διατυπώσεις και προσπάθεια πλάγιας νομιμοποιήσεως της οικουμενιστικής πλάνης.
Περιμέναμε να υποδείξει με αληθι­νη «εν Χριστώ» αγάπη στους εκτός Εκκλησίας πλανεμένους «Χριστιανούς» ότι ο μόνος ασφαλής δρόμος σωτηρίας είναι η επιστροφή τους στην Ορθοδοξία, τη Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία. Περιμέναμε να καταδικάσει τις φρικτές εκτροπές του Παπισμού και του Προτεσταντισμού. Να χρησιμοποιήσει και πάλι την ατρόμητη και αληθινή γλώσσα της απαντήσεως των Ορθοδόξων Πατριαρχών της Ανατολής του έτους 1848 προς τον Πάπα Πίο τον Θ΄. Να επαναλάβει τη λέξη: «ΚΑΤΕΒΛΗΘΗ!», που εκείνοι οι μακάριοι με πόνο και γνήσια αγάπη είπαν για το αντιχριστιανικό παπικό σύστημα.
Εμείς ευγνωμονούμε το Πανάγιο Πνεύμα, που κυβερνάει την Εκκλησία και απέτρεψε την επιδιωκόμενη επιβολή της παναιρέσεως του Οικουμενισμού στην Εκκλησία. Για να στηριχτούμε οι πιστοί στην πατροπαράδοτη αλήθεια της Ορθοδοξίας και να μένουμε αφοσιωμένοι σ᾿ αυτήν μέχρι θανάτου!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου